- οσμύλος
- Γένος νευρόπτερων εντόμων της οικογένειας των ημεροβιιδών. Είναι μεγάλα ωραία έντομα, που ζουν σε εύκρατες και θερμές χώρες. Έχουν στικτά δαντελλωτά φτερά και ζουν κοντά σε τρεχούμενα νερά, κάτω από φύλλα. Ο ο. ο στικτός αφθονεί στην κεντρική Ευρώπη.
* * *ὀσμύλος, ὁ (Α)1. είδος πολύποδα, η οσμύλη*2. (δ. ανάγν.) μορμύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλος (πρβλ. αρκτ-ύλος)].
Dictionary of Greek. 2013.